σιγματίζω

σιγματίζω
ΝΜ [σίγμα]
νεοελλ.
παρουσιάζω τραυλισμό στην προφορά τού γράμματος σίγμα
μσν.
δημιουργώ ή παρουσιάζω σιγματισμό, παρήχηση τού γράμματος σ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σιγματίζεται — σιγματίζω write with sigma pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιγματισμός — ο, Ν [σιγματίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιγματίζω, η χρησιμοποίηση τού γράμματος σ κατά τη γραφή 2. η συχνή επανάληψη τού γράμματος σ σε μια φράση, ώστε να υπάρχει παρήχηση, όπως λ.χ. ο στίχος στη Μήδεια τού Ευριπίδου «σέσωκά σ ὡς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”